αλλοίωση

αλλοίωση
η
1. μετατροπή της φύσης, της ποιότητας ενός πράγματος: Σημειώθηκε αλλοίωση πολλών αποθηκευμένων τροφίμων.
2. νόθευση, παραποίηση: Είχαν επίσης πετύχει αλλοίωση του περιεχομένου του εγγράφου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοιώσῃ — ἀλλοιώσηι , ἀλλοίωσις difference fem dat sg (epic) ἀλλοιόω change aor subj mid 2nd sg ἀλλοιόω change aor subj act 3rd sg ἀλλοιόω change fut ind mid 2nd sg ἀ̱λλοιώσῃ , ἀλλοιόω change futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱λλοιώσῃ , ἀλλοιόω change… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεία — Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων. Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η… …   Dictionary of Greek

  • βραχνάδα — Αλλοίωση της φωνής, κατά την οποία χάνει τη συνήθη χροιά και το ύψος του ήχου της. Συναντάται συχνότερα σε παθήσεις των φωνητικών χορδών, όπως οι λαρυγγίτιδες και οι νεοπλασίες, αλλά ενδέχεται να οφείλεται και σε βλάβη του παλίνδρομου νεύρου, που …   Dictionary of Greek

  • ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • αστιγματισμός — Αλλοίωση της φυσιολογικής διάθλασης των διοπτρικών μέσων του ματιού, που οφείλεται σε ανώμαλη καμπυλότητα μιας διαθλαστικής επιφάνειας του κερατοειδούς ή του φακού. Ο α. παρουσιάζεται πολύ συχνά και μεταβιβάζεται κληρονομικά. Συνήθως παρατηρείται …   Dictionary of Greek

  • τάγγισμα λιπών — Αλλοίωση στη σύνθεση των λιπών. Παρατηρείται κατά την αποθήκευσή τους. Τα ταγγισμένα λίπη είναι ακατάλληλα για φαγητό επειδή αναδίδουν άσχημη μυρωδιά και έχουν ιδιαίτερα δυσάρεστη γεύση. Το τ.λ. οφείλεται στην εμφάνιση μερικών πτητικών αλδεΰδων,… …   Dictionary of Greek

  • παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”